υπερφρίσσω

υπερφρίσσω
ΜΑ
δονούμαι, σείομαι έντονα («ἡ δ' Αἴτνη τῇ βοῇ ὑπερέφριξεν», Πλαν.)
αρχ.
τρέμω πάρα πολύ από φόβο («ὑπερέφριττον μεταξὺ ἀκούων τῶν ἐπῶν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φρίσσω / φρίττω «τρέμω, φοβάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”